- μυστάκων
- μύσταξupper lipmasc gen pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Мистакон, Иоанн — Иоанн Мистакон (греч. Ἰωάννης ὀ Μυστάκων) византийский полководец второй половины VI века. Мистакон был фракийского происхождения. Прозвание Мистакон («усатый») Иоанн получил за свои длинные усы. Имел титул патрикия, возглавлял… … Википедия
κουτσομούρα — Κοινή ονομασία του περκόμορφου ψαριού Mullus barbatus της οικογένειας των μουλιδών ή μυλιδών. Πρόκειται για είδος μπαρμπουνιού, με σώμα πλευρικά πεπιεσμένο, μήκους έως 30 εκ., και κοντό κεφάλι, το οποίο φέρει ένα ζευγάρι μακριών μυστάκων κάτω από … Dictionary of Greek
κοβιτίδες — (cobitidae). Οικογένεια ψαριών του γλυκού νερού που περιλαμβάνει περισσότερα από 110 είδη, τα οποία μοιάζουν με τους κυπρινίδες· συναντώνται στην Ευρώπη, στην Ασία και στο Μαρόκο. Πρόκειται για βενθικούς οργανισμούς, μεγέθους μέχρι 40 εκ., που… … Dictionary of Greek